- δύσκολος
- 1) aride2) difficile
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δύσκολος — hard to satisfy with food masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… … Dictionary of Greek
δύσκολος — η, ο επίρρ. α 1. δύστροπος, ανάποδος, στρυφνός: Είναι δύσκολο παιδί. 2. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια: Μας περιμένουν δύσκολες μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυσκολώτερον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολωτάτων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen superl pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολωτέρων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen comp pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολώτατα — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial superl δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολώτατον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc superl sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόλω — δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut nom/voc/acc dual δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόλως — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)